Παραγωγή

παραγωγή

Καρύδια

Η καρυδιά είναι φυλλοβόλο δέντρο. Το ύψος της μπορεί να φτάσει από 15 μέχρι και 30 μέτρα (σε άγρια μορφή, στην επαγγελματική καλλιέργεια για καρπούς το ύψος διατηρείται σχετικά χαμηλό). Έχει χαρακτηριστική μεγάλη υπόγεια βλάστηση με το ρίζωμα να αναπτύσσεται και να εξαπλώνεται σχετικά επιφανειακά. Τα περισσότερα δένδρα καρυδιάς στη χώρα μας βρίσκονται στην Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία.

Το όνομα του γένους της καρυδιάς «Juglans» προέρχεται από τη λατινική συναίρεση «Jοvis glans», το οποίο σημαίνει «Διός βάλανος». Στα αγγλικά η καρυδιά λέγεται «walnut», λέξη που πιστεύεται ότι προήλθε από την αρχαία Αγγλική λέξη «walhnutu» που σημαίνει «ξένος καρπός», καθώς τα καρύδια εισαγόταν στην Αγγλία και έπρεπε να τα ξεχωρίζουν από τα τοπικά φουντούκια.

Τα καρύδια παραγωγής μας είναι της ποικιλίας Chandler. Πρόκειται για ημιόψιμη πλαγιόκαρπη παραγωγική ποικιλία της οποίας τα δέντρα είναι σχετικά χαμηλά με πολύ καλή απόδοση. Αν και η καρυδιά είναι αιωνόβιο δέντρο, η παραγωγή ξεκινάει δειλά στα πρώτα χρόνια, γίνεται πλήρης περίπου στα 10 χρόνια και διαρκεί για περίπου 20 χρόνια. Έπειτα, όσο μεγαλώνει η ηλικία, η καρποφορία των δέντρων ελαττώνεται.

Πριν το καρύδι ωριμάσει, όταν είναι ακόμη χλωρό, έχει σφαιρικό σχήμα και ο καρπός του έχει έντονο πράσινο χρώμα, ενώ δεν είναι διακριτό πού τελειώνει το περικάρπιο (φλούδα) και πού αρχίζει το ενδοκάρπιο, αφού αυτό δεν έχει σχηματιστεί ακόμη. Αργότερα, όταν ο καρπός ωριμάζει, λεπταίνει το περικάρπιο και σχηματίζεται στο εσωτερικό από δύο ερμητικά ενωμένους συμμετρικούς λοβούς (καρυδότσουφλα) το σκληρό-ξυλώδες κέλυφος χρώματος ανοιχτόχρωμου καφέ. Εσωτερικά του σκληροκάρπιου υπάρχει η καρυδόψιχα, σε ποσοστό όγκου που φτάνει το 48%-52% του καρπού. Έχει σχήμα δύο αντικρινών «πεταλούδων» (κοτυληδόνες) που χωρίζονται μεταξύ τους από ένα μεμβρανώδες ημιδιάφραγμα. Η ψίχα ξεχωρίζει για το χαρακτηριστικό ανοιχτόχρωμο χρυσαφένιο χρώμα και την εξαίρετη γεύση της. Ο διαχωρισμός της καρυδόψιχας από το κέλυφος γίνεται εύκολα.

Σήμερα εκτιμάται ότι στην Ελλάδα οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις καρυδιών είναι συνολικά λιγότερες των 200.000 στρεμμάτων, ενώ η ετήσια παραγωγή εκτιμάται ότι δεν ξεπερνάει τους 100.000 τόνους.

Η ξυλεία καρυδιάς αποτελεί άριστη ύλη για παραγωγή ξυλουργικών κατασκευών, αφού η καρυδιά είναι από τα σκληρά ξύλα, ιδιαίτερα ανθεκτικό και συμπαγές με πολύ όμορφο φυσικό λευκό χρώμα. Προσφέρεται για στιβαρές κατασκευές ως και μικροέπιπλα πολύ καλής ποιότητας και η τιμή του ανά κυβικό μέτρο είναι από τις πιο ακριβές της αγοράς. Οι καλλιέργειες καρυδιών για παραγωγή καρπού δεν προτιμούνται για ξυλεία καθώς τα δέντρα δεν είναι μορφοποιημένα για παραγωγή εκμεταλλεύσιμου ξύλινου όγκου, αλλά για παραγωγή καρπών.

παραγωγή

Καλλιέργεια

Ο γενικός ετήσιος κύκλος εργασιών στα περιβόλια των καρυδιών ξεκινάει με το κλάδεμα. Ακολουθούν τα ραντίσματα και τα λιπάσματα. Στη συνέχεια ξεκινάνε τα ποτίσματα μέχρι την ολοκλήρωση της ωρίμανσης των καρπών, όπου γίνεται η συγκομιδή και η συσκευασία.

Από το δεύτερο έτος των δέντρων κιόλας, είναι απαραίτητο το κλάδεμα για τη διαμόρφωση του σκελετού τους, έτσι ώστε τα κλαδιά να εξαπλώνονται περιμετρικά του βασικού κορμού, σε σωστή συμμετρία και σε σχετικά χαμηλό ύψος από το έδαφος για να αντέχει το δέντρο στην ωρίμανσή του το σήκωμα του βάρους της παραγωγής των καρπών. Όταν το δέντρο είναι πλήρως ανεπτυγμένο, το κλάδεμα γίνεται για την απομάκρυνση των χαλασμένων, χτυπημένων και ξερών κλαδιών του, καθώς και για την αραίωση στο εσωτερικό των κλαδιών του. Αυτό αφενός μεν βοηθάει στο να ανανεώνονται τα βλαστάρια του δέντρου, αφετέρου δε ανοίγει ο εσωτερικός χώρος και κυκλοφορεί καλύτερα μέσα στο δέντρο ο αέρας.

Υπάρχουν περίοδοι, τόσο πριν την αρχή της ανθοφορίας, όσο και εν μέσω της ανάπτυξης, κατά τις οποίες τα δέντρα πρέπει να ραντίζονται με κατάλληλα φάρμακα που καταπολεμούν διάφορες ασθένειες και να λιπαίνονται με βοηθήματα – συμπληρώματα (όπως φυσική κοπριά, άζωτο, μαγνήσιο, φώσφορο, κάλιο, ασβέστη, βόριο, χαλκό) για την ενίσχυση και προστασία της παραγωγής, όποτε φυσικά αυτό κρίνεται αναγκαίο από το γεωπόνο.

Κατά την θερινή περίοδο, όπου οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν αρκετά και τα ποσοστά της υγρασίας υποχωρούν, είναι απαραίτητο το πότισμα των δέντρων. Η συχνότητα των ποτισμάτων και η ποσότητα του νερού που πέφτει ανά ρίζα είναι ανάλογο των καιρικών συνθηκών, καθώς και της ηλικίας και του μεγέθους των δέντρων. Παράλληλα, πρέπει να γίνεται καθαρισμός του εδάφους τριγύρω και ανάμεσα στα δέντρα, για την απομάκρυνση των άγριων χόρτων τα οποία απομυζούν από το έδαφος τα τόσο χρήσιμα θρεπτικά συστατικά για τα δέντρα.

Η συγκομιδή γίνεται περίπου μέσα στον Οκτώβριο, ενώ μπορεί να φτάσει και στις αρχές Νοεμβρίου, ανάλογα με τη χρονιά και τις καιρικές συνθήκες. Πολλά από τα καρύδια πέφτουν στο έδαφος από μόνα τους, αφού ανοίξει πρώτα ο πράσινος φλοιός που τα περιβάλλει όσο είναι ακόμη προσκολλημένα στα κλαδιά του δέντρου. Αυτό σηματοδοτεί την έναρξη της συγκομιδής. Τα δέντρα ραβδίζονται για να πέσουν όλα τα καρύδια στο έδαφος. Έπειτα μαζεύονται άμεσα, πριν μαυρίσουν, σε σακιά και μεταφέρονται στο ξηραντήριο για να στεγνώσουν. Όσα δεν απέβαλλαν πλήρως τον φλοιό τους, καθαρίζονται πρώτα και αφού πλυθούν μπαίνουν και αυτά στο ξηραντήριο.

Όταν έχουν στεγνώσει τα καρύδια, γίνεται ξανά διαλογή. Αφού διαχωριστούν κατά μέγεθος και γίνει ο ποιοτικός έλεγχος για να απομακρυνθούν τα ακατάλληλα, τα καρύδια συσκευάζονται σε διχτυωτά τσουβάλια και είναι έτοιμα για πώληση.